- μυθολόγῳ
- μυθόλογοςteller of legendsmasc dat sgμῡθολόγῳ , μυθολόγοςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυθολογώ — (ΑΜ μυθολογῶ έω) [μυθολόγος] διηγούμαι μυθώδεις ιστορίες, μύθους νεοελλ. ασχολούμαι επιστημονικά με τη μυθολογία, είμαι μυθολόγος (μσν. αρχ.) μιλώ πολύ και άσκοπα, απεραντολογώ, φλυαρώ («καὶ μυθολογεῑν περὶ τῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῑ», Πλάτ.). αρχ. 1 … Dictionary of Greek
μυθολογώ — μυθολόγησα 1. διηγούμαι μυθικές ιστορίες: Τα βράδια μυθολογούσαν γύρω από το τζάκι. 2. ασχολούμαι επιστημονικά με τη μυθολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυθολογῶ — μῡθολογῶ , μυθολογέω tell mythic tales pres subj act 1st sg (attic epic doric) μῡθολογῶ , μυθολογέω tell mythic tales pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αμυθολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν μυθολογήθηκε, δεν εξιστορήθηκε δηλ. με μύθους 2. αυτός που δεν γνωρίζει μυθολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. α στερ. + μυθολογώ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Γοργία (ψευδώνυμο) στο περιοδ. «Νέα Πανδώρα» το 1858] … Dictionary of Greek
μυθολογεύω — (Α) 1. διηγούμαι διεξοδικώς μια ιστορία 2. (γενικά) διηγούμαι, λέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού μυθολογώ < μυθολόγος + κατάλ. εύω για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
μυθολόγημα — το (Α μυθολόγημα) [μυθολογώ] διήγηση τὸ υπό μορφή μύθου («τὸ μὲν τοῡ Σιδωνίου μυθολόγημα ῥᾴδιον ἐγένετο», Πλάτ.) νεοελλ. πλάσμα τής φαντασίας, μύθευμα … Dictionary of Greek
μυθολόγι — μυθολόγι, τὸ (Μ) μυθώδης ιστορία, παραμύθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + λόγι(ον)* ή < μυθολογῶ, κατά το μοιρολόγι < μοιρολογῶ] … Dictionary of Greek
προμυθολογώ — έω, Α [μυθολογῶ] διηγούμαι μύθους προηγουμένως … Dictionary of Greek
προσμυθολογώ — έω, Α [μυθολογῶ] φλυαρώ με κάποιον … Dictionary of Greek